- Λετονός
- οθηλ. -ή ο κάτοικος της Λετονίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Λετονός — και Λεττονός, ο, θηλ. ή ο κάτοικος τής Λετονίας ή αυτός που κατάγεται από τη Λετονία … Dictionary of Greek
George Dikeoulakos — Born 1969 (age 41–42) Athens, Greece Residence Istanbul, Turkey Nationality … Wikipedia
Λεττονός — ο, θηλ. ή βλ. Λετονός … Dictionary of Greek
Μπέρλιν, Αιζάια — (Isaiah Berlin, Ρίγα 1909 – Οξφόρδη 1997). Βρετανο λετονός εβραϊκής καταγωγής φιλόσοφος, διπλωμάτης. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου δίδαξε φιλοσοφία την δεκαετία του ’30 και συμμετείχε στην κίνηση της φιλοσοφίας της καθημερινής… … Dictionary of Greek
Ράινις, Γιαν — (1865 – 1929). Λετονός ποιητής. Ανάμεσα στο 1884 1888 φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστήμιου της Πετρούπολης, όπου άρχισε να διαμορφώνει και την υλιστική του κοσμοθεωρία. Το 1891 95 ίδρυσε την εφημερίδα Ντιένους Λάπα. Οι πρώτοι του στίχοι… … Dictionary of Greek
Στέντερ, Γκότορντ Φρίντριχ — (Stender). Λετονός συγγραφέας (Λάσι, Κουρλανδία 1714 Σουνάκτς, Κουρλανδία 1796). Σπούδασε θεολογία και γεωγραφία στη Γερμανία, όπου έγινε διαμαρτυρόμενος ιερέας και δίδαξε στην Κουρλανδία διαδίδοντας τις αρχές του Διαφωτισμού. Έγραψε στα… … Dictionary of Greek